ερίηρος

ερίηρος
ἐρίηρος, -ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α)
(συν. ως επίθ. τού εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο eriwero. Ο τ. ερίηρος είναι υστερογενής, ενώ ο τ. ερίηρες μαρτυρείται από τον ‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. τού εταίροι (-ους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐρίηρος — faithful masc/fem gen sg ἐρίηρος faithful masc nom sg ἐρίηρος faithful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριήρων — ἐρίηρος faithful masc/fem gen pl ἐρίηρος faithful fem gen pl ἐρίηρος faithful masc/neut gen pl ἐρίηρος faithful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρον — ἐρίηρος faithful masc acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg ἐρίηρος faithful masc/fem acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρες — ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem voc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηροι — ἐρίηρος faithful masc nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρ — ἐρίηρος faithful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρας — ἐρίηρος faithful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-11, u̯erǝ- —     u̯er 11, u̯erǝ     English meaning: friendship; trustworthy, true     Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)”     Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”